ἀεσίμαινα

ἀεσίμαινα
ἀεσίμαινα· ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινομένη, θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον, Hsch. [full] ἄεσις· πόνος, βλάβη, Hsch., EM20.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”